Τα παιδιά που βιώνουν ενδοοικογενειακή βία δεν είναι απλά «παθητικοί θεατές»
Τα παιδιά που βιώνουν ενδοοικογενειακή βία δεν είναι απλά «παθητικοί θεατές»
Τα παιδιά που βιώνουν περιστατικά βίας μεταξύ των γονιών τους ή άλλων ενηλίκων στο σπίτι δεν είναι απλά παθητικοί θεατές. Επηρεάζονται σοβαρά από την ενδοοικογενειακή βία και επιθετική συμπεριφορά, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα περίπλοκους και δημιουργικούς –καινοφανείς- τρόπους, προκειμένου να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν αυτές τις εμπειρίες. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα του ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Προσπάθεια κατανόησης της ενεργού δράσης και της ψυχικής ανθεκτικότητας νεαρών ατόμων με εμπειρίες ενδοοικογενειακής βίας” (ακρωνύμιο UNARS) του οποίου η τελική έκθεση δημοσιεύτηκε αυτές τις μέρες.
Το ερευνητικό πρόγραμμα UNARS χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Πρωτοβουλία DAPNEIII για δύο χρόνια και υλοποιήθηκε σε τέσσερις χώρες , τη Βρετανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία.
Το συντονιστικό ρόλο είχε η καθηγήτρια JaneCallaghan από το Πανεπιστήμιο του Northampton στη Βρετανία.
Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες ποιοτικές έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για τα παιδιά και τα νεαρά άτομα με εμπειρία ενδοοικογενειακής βίας.
Συνολικά, συγκεντρώθηκαν 110 συνεντεύξεις παιδιών από οικογένειες με περιστατικά βίας στις 4 παραπάνω χώρες, με στόχο τη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους αυτά βιώνουν τη βία και τις εμπειρίες τους.
Με βάση ευρήματα που προέκυψαν από τις συνεντεύξεις αυτές, η ερευνητική ομάδα ανέπτυξε ένα Ομαδικό Θεραπευτικό Πρόγραμμα Παρέμβασης με σκοπό να ενισχύσει τις υπάρχουσες ικανότητες και τις στρατηγικές των νεαρών ατόμων. Έτσι, η βασική επιδίωξη της παρέμβασης αυτής είναι να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν την ψυχική ανθεκτικότητα και μια θετική εικόνα του εαυτού, καθώς προσπαθούν να ξεπεράσουν τις αρνητικές εμπειρίες της ενδοοικογενειακής βίας.
Οι ερευνήτριες του προγράμματος UNARS υποστηρίζουν ότι είναι αναγκαίο να ανασκευάσουμε την σύλληψη των συγκεκριμένων παιδιών ως παθητικών, αβοήθητων θυμάτων, καταδικασμένων να επαναλάβουν και τα ίδια τη βία στις μεταγενέστερες σχέσεις τους (στο πλαίσιο, δηλαδή της αντίληψης για τη δια-γενεαλογική μετάδοση της βίας).
Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, τα αποτελέσματα της έρευνας UNARS δεν υποστηρίζουν ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι μια επώδυνη εμπειρία για τα παιδιά. Είναι σίγουρο ότι πρόκειται για μια τρομακτική και αγχογόνο εμπειρία και ότι τα παιδιά πληγώνονται και τραυματίζονται τόσο από τα ίδια τη βία που βιώνουν μέσα στο σπίτι τους, όσο και από τις καταναγκαστικές και ελεγκτικές συμπεριφορές που συχνά συνοδεύουν τη βία αυτή.
Ωστόσο, μέσα από τις αφηγήσεις των παιδιών γίνεται σαφές ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της εμπειρίας από τη μια και η κινητοποίηση για την αντιμετώπισή τους από την άλλη, εμπλέκονται σε μια αναπόσπαστη σχέση μεταξύ τους. Οι εμπειρίες των παιδιών από τη βία στην οικογένεια μοιάζουν λίγο πολύ με έναν διπλό έλικα, στον οποίο οι δυο πλευρές της βλάβης και της αντιμετώπισης αλληλοσυνδέονται.
Η ικανότητα των παιδιών να είναι δυνατά, να «ενεργοποιούνται» και να είναι ανθεκτικά μπορεί να γίνει αντιληπτή εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος ότι είναι αναγκασμένα να ζουν σ’ αυτό το πλαίσιο βίας, το οποίο λειτουργεί υπονομεύοντας την ανάπτυξη της ενεργού δράσης και της ανθεκτικότητας, σ’ αυτές τις μορφές σχέσεων, δηλαδή, που χαρακτηρίζουν τη βία, την κακοποίηση και τον καταναγκαστικό έλεγχο.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές που μελέτησαν τα δεδομένα : “ας σκεφτούμε, λ.χ., τη συμπεριφορά των παιδιών που κρύβονται μέσα σε ντουλάπες, καταφεύγουν σε σκοτεινά σημεία και υποδοχές του σπιτιού. Κατά μια έννοια, αυτή μοιάζει σαν μια παράδοση στην κακοποίηση και τον έλεγχο, -τα παιδιά μπορούν να θεωρηθούν από τους επαγγελματίες και τους επιστήμονες ότι θέλουν να ξεφύγουν, ότι ζαρώνουν από το φόβο στις γωνιές. Αν, όμως, δώσουμε προσοχή μόνο σ’ αυτή την επώδυνη και δύσκολη όψη της παιδικής συμπεριφοράς και δεν προσπαθήσουμε να βρούμε ολόκληρο το μήνυμα το οποίο η ίδια εμπεριέχει, δεν θα μπορέσουμε να δούμε την αντίσταση και την ανθεκτικότητα που κρύβονται μέσα της την ίδια στιγμή. Τα παιδιά δεν είναι μόνο τρομαγμένα, δεν κρύβονται απλά. Δημιουργούν χώρους για τους εαυτούς τους, όπου μπορούν να αισθανθούν λίγο ασφαλέστερα, έστω και λίγο καλύτερα εξασφαλισμένα, και στους οποίους έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τον έλεγχο τα ίδια».
Εκτός από την έρευνα με τα παιδιά που ζουν σε καθεστώς ενδο-οικογενειακής βίας, η ερευνητική ομάδα προχώρησε επίσης σε μια ανάλυση των ευρωπαϊκών και των εθνικών πολιτικών κάθε χώρας για το ίδιο θέμα. Το πιο σημαντικό εύρημα είναι ότι τα παιδιά απουσιάζουν με εντυπωσιακό τρόπο από τα νομικά και πολιτικά πλαίσια και κείμενα.
Τόσο στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2011), η οποία είχε στόχο την ανάληψη ενεργειών για την πρόληψη και αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών και της ενδοικογενειακής βίας, όσο και σε άλλα εθνικά, περιφερειακά, νομικά και πολιτικά νομοθετήματα ή διακηρύξεις ή προγράμματα που υλοποιούν τις δράσεις αυτές, τα παιδιά δεν ορίζονται ανοιχτά ως θύματα.
Γενικά τα παιδιά που είναι θεατές της ενδοοικογενειακής βίας δεν αναγνωρίζονται και νομικά ως θύματα. (Αυτό έχει αλλάξει στην Ισπανία όπου η διάκριση ανάμεσα στα άμεσα και έμμεσα θύματα έχει αφαιρεθεί από Ισπανικά νομικά κείμενα), πράγμα που σημαίνει, πρακτικά, ότι τα παιδιά αντιμετωπίζονται από το νόμο και τις πολιτικές ως απόντα, ως «παράπλευρες απώλειες» στην ενδοοικογενειακή βία των ενηλίκων. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, έχει συνέπειες σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αντιμετωπίζονται από το νομικό σύστημα, τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις εθελοντικές οργανώσεις. Οι υπηρεσίες για παιδιά που βιώνουν την ενδοικογενειακή βία είναι συνήθως μια μικρή, άτυπη, επικουρική δράση στο πλαίσιο των κυρίων υπηρεσιών που απευθύνονται σε ενήλικες, και ειδικά στις γυναίκες, οι οποίες θεωρούνται τα κυρίως θύματα.
“Πιστεύουμε ότι αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι τα παιδιά θεωρούνται “σιωπηλοί θεατές”, αβοήθητα πλάσματα σε οικογένειες όπου εκδηλώνεται η ενδοοικογενειακή βία”, υποστηρίζουν οι υπεύθυνοι του Προγράμματος . “Εστιάζοντας στη φωνή των παιδιών, στην ικανότητά τους να κατανοούν την κατάσταση στην οποία ζούν και να ενεργοποιούνται δημιουργικά για να βελτιώσουν έστω και λίγο τη ζωή τους, επιτυγχάνουμε να καταδείξουμε όχι μόνο τη βαθιά επίδραση της βίας στις ζωές των παιδιών, αλλά και τους περίπλοκους και αντιφατικούς τρόπους που εφευρίσκουν για να την αντιμετωπίζουν”.
Η έρευνα του Προγράμματος UNARS διαπίστωσε ότι τα παιδιά βιώνουν τις αρνητικές επιδράσεις της ενδοικογενειακής βίας και την αντιμετωπίζουν με τον ίδιο περίπου τρόπο που το κάνουν και τα ενήλικα θύματα. Επομένως, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διάκριση μεταξύ άμεσων και έμμεσων θυμάτων, ή μεταξύ ενηλίκων θυμάτων και παιδιών θεατών δεν θα πρέπει να υφίσταται πια. Όταν τα πολιτικά πλαίσια δεν περιλαμβάνουν τα παιδιά ως θύματα, αυτό οδηγεί στην εξαφάνιση της φωνής τους και της εκπροσώπησής τους στις συζητήσεις των επαγγελματιών και των πολιτικών.
Εστιάζοντας στην ικανότητα των παιδιών να αποδίδουν συνειδητά νόημα στην εμπειρία τους και να αναλαμβάνουν ενεργό δράση για να την αντιμετωπίσουν, αναγνωρίζουμε την επίδραση που έχει επάνω τους η ενδοοικογενειακή βία, καθώς και το δικαίωμά τους να αναπαριστώνται ως θύματα μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο..
Το ερευνητικό πρόγραμμα UNARS χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Πρωτοβουλία DAPNEIII για δύο χρόνια και υλοποιήθηκε σε τέσσερις χώρες , τη Βρετανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία.
Το συντονιστικό ρόλο είχε η καθηγήτρια JaneCallaghan από το Πανεπιστήμιο του Northampton στη Βρετανία.
Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες ποιοτικές έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για τα παιδιά και τα νεαρά άτομα με εμπειρία ενδοοικογενειακής βίας.
Συνολικά, συγκεντρώθηκαν 110 συνεντεύξεις παιδιών από οικογένειες με περιστατικά βίας στις 4 παραπάνω χώρες, με στόχο τη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους αυτά βιώνουν τη βία και τις εμπειρίες τους.
Με βάση ευρήματα που προέκυψαν από τις συνεντεύξεις αυτές, η ερευνητική ομάδα ανέπτυξε ένα Ομαδικό Θεραπευτικό Πρόγραμμα Παρέμβασης με σκοπό να ενισχύσει τις υπάρχουσες ικανότητες και τις στρατηγικές των νεαρών ατόμων. Έτσι, η βασική επιδίωξη της παρέμβασης αυτής είναι να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν την ψυχική ανθεκτικότητα και μια θετική εικόνα του εαυτού, καθώς προσπαθούν να ξεπεράσουν τις αρνητικές εμπειρίες της ενδοοικογενειακής βίας.
Οι ερευνήτριες του προγράμματος UNARS υποστηρίζουν ότι είναι αναγκαίο να ανασκευάσουμε την σύλληψη των συγκεκριμένων παιδιών ως παθητικών, αβοήθητων θυμάτων, καταδικασμένων να επαναλάβουν και τα ίδια τη βία στις μεταγενέστερες σχέσεις τους (στο πλαίσιο, δηλαδή της αντίληψης για τη δια-γενεαλογική μετάδοση της βίας).
Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, τα αποτελέσματα της έρευνας UNARS δεν υποστηρίζουν ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι μια επώδυνη εμπειρία για τα παιδιά. Είναι σίγουρο ότι πρόκειται για μια τρομακτική και αγχογόνο εμπειρία και ότι τα παιδιά πληγώνονται και τραυματίζονται τόσο από τα ίδια τη βία που βιώνουν μέσα στο σπίτι τους, όσο και από τις καταναγκαστικές και ελεγκτικές συμπεριφορές που συχνά συνοδεύουν τη βία αυτή.
Ωστόσο, μέσα από τις αφηγήσεις των παιδιών γίνεται σαφές ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της εμπειρίας από τη μια και η κινητοποίηση για την αντιμετώπισή τους από την άλλη, εμπλέκονται σε μια αναπόσπαστη σχέση μεταξύ τους. Οι εμπειρίες των παιδιών από τη βία στην οικογένεια μοιάζουν λίγο πολύ με έναν διπλό έλικα, στον οποίο οι δυο πλευρές της βλάβης και της αντιμετώπισης αλληλοσυνδέονται.
Η ικανότητα των παιδιών να είναι δυνατά, να «ενεργοποιούνται» και να είναι ανθεκτικά μπορεί να γίνει αντιληπτή εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος ότι είναι αναγκασμένα να ζουν σ’ αυτό το πλαίσιο βίας, το οποίο λειτουργεί υπονομεύοντας την ανάπτυξη της ενεργού δράσης και της ανθεκτικότητας, σ’ αυτές τις μορφές σχέσεων, δηλαδή, που χαρακτηρίζουν τη βία, την κακοποίηση και τον καταναγκαστικό έλεγχο.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές που μελέτησαν τα δεδομένα : “ας σκεφτούμε, λ.χ., τη συμπεριφορά των παιδιών που κρύβονται μέσα σε ντουλάπες, καταφεύγουν σε σκοτεινά σημεία και υποδοχές του σπιτιού. Κατά μια έννοια, αυτή μοιάζει σαν μια παράδοση στην κακοποίηση και τον έλεγχο, -τα παιδιά μπορούν να θεωρηθούν από τους επαγγελματίες και τους επιστήμονες ότι θέλουν να ξεφύγουν, ότι ζαρώνουν από το φόβο στις γωνιές. Αν, όμως, δώσουμε προσοχή μόνο σ’ αυτή την επώδυνη και δύσκολη όψη της παιδικής συμπεριφοράς και δεν προσπαθήσουμε να βρούμε ολόκληρο το μήνυμα το οποίο η ίδια εμπεριέχει, δεν θα μπορέσουμε να δούμε την αντίσταση και την ανθεκτικότητα που κρύβονται μέσα της την ίδια στιγμή. Τα παιδιά δεν είναι μόνο τρομαγμένα, δεν κρύβονται απλά. Δημιουργούν χώρους για τους εαυτούς τους, όπου μπορούν να αισθανθούν λίγο ασφαλέστερα, έστω και λίγο καλύτερα εξασφαλισμένα, και στους οποίους έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τον έλεγχο τα ίδια».
Εκτός από την έρευνα με τα παιδιά που ζουν σε καθεστώς ενδο-οικογενειακής βίας, η ερευνητική ομάδα προχώρησε επίσης σε μια ανάλυση των ευρωπαϊκών και των εθνικών πολιτικών κάθε χώρας για το ίδιο θέμα. Το πιο σημαντικό εύρημα είναι ότι τα παιδιά απουσιάζουν με εντυπωσιακό τρόπο από τα νομικά και πολιτικά πλαίσια και κείμενα.
Τόσο στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2011), η οποία είχε στόχο την ανάληψη ενεργειών για την πρόληψη και αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών και της ενδοικογενειακής βίας, όσο και σε άλλα εθνικά, περιφερειακά, νομικά και πολιτικά νομοθετήματα ή διακηρύξεις ή προγράμματα που υλοποιούν τις δράσεις αυτές, τα παιδιά δεν ορίζονται ανοιχτά ως θύματα.
Γενικά τα παιδιά που είναι θεατές της ενδοοικογενειακής βίας δεν αναγνωρίζονται και νομικά ως θύματα. (Αυτό έχει αλλάξει στην Ισπανία όπου η διάκριση ανάμεσα στα άμεσα και έμμεσα θύματα έχει αφαιρεθεί από Ισπανικά νομικά κείμενα), πράγμα που σημαίνει, πρακτικά, ότι τα παιδιά αντιμετωπίζονται από το νόμο και τις πολιτικές ως απόντα, ως «παράπλευρες απώλειες» στην ενδοοικογενειακή βία των ενηλίκων. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, έχει συνέπειες σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αντιμετωπίζονται από το νομικό σύστημα, τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις εθελοντικές οργανώσεις. Οι υπηρεσίες για παιδιά που βιώνουν την ενδοικογενειακή βία είναι συνήθως μια μικρή, άτυπη, επικουρική δράση στο πλαίσιο των κυρίων υπηρεσιών που απευθύνονται σε ενήλικες, και ειδικά στις γυναίκες, οι οποίες θεωρούνται τα κυρίως θύματα.
“Πιστεύουμε ότι αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι τα παιδιά θεωρούνται “σιωπηλοί θεατές”, αβοήθητα πλάσματα σε οικογένειες όπου εκδηλώνεται η ενδοοικογενειακή βία”, υποστηρίζουν οι υπεύθυνοι του Προγράμματος . “Εστιάζοντας στη φωνή των παιδιών, στην ικανότητά τους να κατανοούν την κατάσταση στην οποία ζούν και να ενεργοποιούνται δημιουργικά για να βελτιώσουν έστω και λίγο τη ζωή τους, επιτυγχάνουμε να καταδείξουμε όχι μόνο τη βαθιά επίδραση της βίας στις ζωές των παιδιών, αλλά και τους περίπλοκους και αντιφατικούς τρόπους που εφευρίσκουν για να την αντιμετωπίζουν”.
Η έρευνα του Προγράμματος UNARS διαπίστωσε ότι τα παιδιά βιώνουν τις αρνητικές επιδράσεις της ενδοικογενειακής βίας και την αντιμετωπίζουν με τον ίδιο περίπου τρόπο που το κάνουν και τα ενήλικα θύματα. Επομένως, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διάκριση μεταξύ άμεσων και έμμεσων θυμάτων, ή μεταξύ ενηλίκων θυμάτων και παιδιών θεατών δεν θα πρέπει να υφίσταται πια. Όταν τα πολιτικά πλαίσια δεν περιλαμβάνουν τα παιδιά ως θύματα, αυτό οδηγεί στην εξαφάνιση της φωνής τους και της εκπροσώπησής τους στις συζητήσεις των επαγγελματιών και των πολιτικών.
Εστιάζοντας στην ικανότητα των παιδιών να αποδίδουν συνειδητά νόημα στην εμπειρία τους και να αναλαμβάνουν ενεργό δράση για να την αντιμετωπίσουν, αναγνωρίζουμε την επίδραση που έχει επάνω τους η ενδοοικογενειακή βία, καθώς και το δικαίωμά τους να αναπαριστώνται ως θύματα μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο..
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την έρευνα επισκεφτείτε τη διεύθυνση www.unars.co.uk.
0 σχόλια :
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.